θρασύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θρασύνω < αρχαία ελληνική θρασύνω / θαρσύνω < θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θɾaˈsi.no/
Συγγενικά
- αποθρασυμένος
- αποθράσυνση
- αποθρασυντικός
- ξαναθρασύνομαι
- παραθρασύνω
- → δείτε τις λέξεις θρασύς και θράσος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θρασύνω | θράσυνα | θα θρασύνω | να θρασύνω | θρασύνοντας | |
| β' ενικ. | θρασύνεις | θράσυνες | θα θρασύνεις | να θρασύνεις | θράσυνε | |
| γ' ενικ. | θρασύνει | θράσυνε | θα θρασύνει | να θρασύνει | ||
| α' πληθ. | θρασύνουμε | θρασύναμε | θα θρασύνουμε | να θρασύνουμε | ||
| β' πληθ. | θρασύνετε | θρασύνατε | θα θρασύνετε | να θρασύνετε | θρασύνετε | |
| γ' πληθ. | θρασύνουν(ε) | θράσυναν θρασύναν(ε) |
θα θρασύνουν(ε) | να θρασύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θράσυνα | θα θρασύνω | να θρασύνω | θρασύνει | ||
| β' ενικ. | θράσυνες | θα θρασύνεις | να θρασύνεις | θράσυνε | ||
| γ' ενικ. | θράσυνε | θα θρασύνει | να θρασύνει | |||
| α' πληθ. | θρασύναμε | θα θρασύνουμε | να θρασύνουμε | |||
| β' πληθ. | θρασύνατε | θα θρασύνετε | να θρασύνετε | θρασύντε | ||
| γ' πληθ. | θράσυναν θρασύναν(ε) |
θα θρασύνουν(ε) | να θρασύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θρασύνει | είχα θρασύνει | θα έχω θρασύνει | να έχω θρασύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις θρασύνει | είχες θρασύνει | θα έχεις θρασύνει | να έχεις θρασύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει θρασύνει | είχε θρασύνει | θα έχει θρασύνει | να έχει θρασύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θρασύνει | είχαμε θρασύνει | θα έχουμε θρασύνει | να έχουμε θρασύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε θρασύνει | είχατε θρασύνει | θα έχετε θρασύνει | να έχετε θρασύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θρασύνει | είχαν θρασύνει | θα έχουν θρασύνει | να έχουν θρασύνει |
| |
Μεταφράσεις
θρασύνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.