κουράγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουράγιο | τα | κουράγια |
| γενική | του | κουράγιου | των | κουράγιων |
| αιτιατική | το | κουράγιο | τα | κουράγια |
| κλητική | κουράγιο | κουράγια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουράγιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική coraggio[1] (θάρρος, αντοχή) < παλαιά οξιτανικά coratge < παλαιά γαλλική corage < δημώδης λατινική *coraticum < λατινική cor (καρδιά)[2] < πρωτοϊταλική *kord < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱḗr- / *ḱr̥d- (καρδιά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈɾa.ʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρά‐γιο
Ουσιαστικό
κουράγιο ουδέτερο
- το θάρρος
- η σωματική και ψυχική αντοχή που χρειάζεται για να συνεχίσεις μια επίπονη προσπάθεια
Αναφορές
- κουράγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.