πεποίθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεποίθηση οι πεποιθήσεις
      γενική της πεποίθησης* των πεποιθήσεων
    αιτιατική την πεποίθηση τις πεποιθήσεις
     κλητική πεποίθηση πεποιθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πεποιθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεποίθηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεποίθησις[1] < αρχαία ελληνική πείθω (παρακείμενος μ.φ. πέποιθα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeydʰ- (εμπιστεύομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈpi.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεποίθηση

Ουσιαστικό

πεποίθηση θηλυκό

  1. βεβαιότητα
  2. εμπιστοσύνη
  3. (πληθυντικός) πεποιθήσεις: αρχές, αξίες, ιδεολογία, άποψη, γνώμη

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.