culot
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- culot < cul + -ot
Προφορά
- ΔΦΑ : /ky.lo/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| culot | culots |
culot (fr) αρσενικό
- ο πάτος, το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων· ο πυθμένας μιας λυχνίας της εκκλησίας· μεταλλικός πάτος· το μέρος ενός λαμπτήρα που στερεώνεται στο ντουί
- το κατακάθι
- η ιλύς μιας πίπας
- → και δείτε τη λέξη culotter
- (οικείο) το θράσος
- ≈ συνώνυμα: aplomb, audace, effronterie, insolence, impertinence, toupet, (οικείο) esbroufe
- → και δείτε τη λέξη culotté
- (παρωχημένο) ο τελευταίος μαθητής μιας τάξης· αυτός που προσλαμβάνεται τελευταίος σε έναν διαγωνισμό
Εκφράσεις
- avoir du culot - είμαι θρασύς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.