culot

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

culot < cul + -ot

Προφορά

ΔΦΑ : /ky.lo/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
culot culots

culot (fr) αρσενικό

  1. ο πάτος, το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων· ο πυθμένας μιας λυχνίας της εκκλησίας· μεταλλικός πάτος· το μέρος ενός λαμπτήρα που στερεώνεται στο ντουί
     συνώνυμα: fond
  2. το κατακάθι
     συνώνυμα: dépôt, résidu
  3. η ιλύς μιας πίπας
     και δείτε τη λέξη culotter
  4. (οικείο) το θράσος
     συνώνυμα: aplomb, audace, effronterie, insolence, impertinence, toupet, (οικείο) esbroufe
     και δείτε τη λέξη culotté
  5. (παρωχημένο) ο τελευταίος μαθητής μιας τάξης· αυτός που προσλαμβάνεται τελευταίος σε έναν διαγωνισμό

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.