θρασύδειλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρασύδειλος η θρασύδειλη το θρασύδειλο
      γενική του θρασύδειλου της θρασύδειλης του θρασύδειλου
    αιτιατική τον θρασύδειλο τη θρασύδειλη το θρασύδειλο
     κλητική θρασύδειλε θρασύδειλη θρασύδειλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρασύδειλοι οι θρασύδειλες τα θρασύδειλα
      γενική των θρασύδειλων των θρασύδειλων των θρασύδειλων
    αιτιατική τους θρασύδειλους τις θρασύδειλες τα θρασύδειλα
     κλητική θρασύδειλοι θρασύδειλες θρασύδειλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θρασύδειλος < αρχαία ελληνική θρασύδειλος

Επίθετο

θρασύδειλος

  • που φέρεται με θράσος, αλαζονεία και έπαρση όταν αντιμετωπίζει άτομα ή καταστάσεις που πιστεύει ότι έχει υπό έλεγχο και δεν μπορούν να τον βλάψουν, αλλά αντίθετα δειλιάζει και φέρεται άνανδρα μπροστά σε ισχυρότερους.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.