θρασομανώ
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- θρασομανώ < θράσ(ος) (δείτε αρχαία ελληνικά θράσος) + -ο- + -μανώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /θɾa.so.maˈno/
Ρήμα
θρασομανώ
- (λογοτεχνικό) θεριεύω, φουντώνω, ζωηρεύω, αυξάνομαι
- ※ Στον τάφο του πατέρα θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
Μεταφράσεις
θρασομανώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.