ζητιάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζητιάνος | οι | ζητιάνοι |
| γενική | του | ζητιάνου | των | ζητιάνων |
| αιτιατική | τον | ζητιάνο | τους | ζητιάνους |
| κλητική | ζητιάνε | ζητιάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζητιάνος < μεσαιωνική ελληνική ζητ(εία) + -ιάνος < αρχαία ελληνική ζητέω / ζητῶ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈtça.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐τιά‐νος
Ουσιαστικό
ζητιάνος αρσενικό, ζητιάνα θηλυκό (ουδέτερο, → δείτε τη λέξη ζητιανάκι)
- αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν και να του δώσουν λίγα χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια
Συνώνυμα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη ζητεία
Μεταφράσεις
αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν
|
Αναφορές
- ζητιάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.