-ιάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -ιάνος | οι | -ιάνοι |
| γενική | του | -ιάνου | των | -ιάνων |
| αιτιατική | τον | -ιάνο | τους | -ιάνους |
| κλητική | -ιάνε | -ιάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ιάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -iano + -ς[1] < λατινική -ianum, ουδέτερο του -ianus < -anus < -nus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-nós
Επίθημα
-ιάνος αρσενικό (θηλυκό -ιάνα)
- επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή από χώρα, πόλη κ.λπ.
- επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα σχετική με το αʹ συνθετικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιάνος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιάνα στο Βικιλεξικό
και
- -άνος
Αναφορές
- -ιάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.