ζητιάνεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζητιάνεμα τα ζητιανέματα
      γενική του ζητιανέματος των ζητιανεμάτων
    αιτιατική το ζητιάνεμα τα ζητιανέματα
     κλητική ζητιάνεμα ζητιανέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζητιάνεμα < ζητιανεύω + -μα

Ουσιαστικό

ζητιάνεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.