ζητιανεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζητιανεύω < ζητιάν(ος) + -εύω < ζητώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /zi.tçaˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐τια‐νεύ‐ω
Ρήμα
ζητιανεύω, αόρ.: ζητιάνεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζητιανεύω | ζητιάνευα | θα ζητιανεύω | να ζητιανεύω | ζητιανεύοντας | |
| β' ενικ. | ζητιανεύεις | ζητιάνευες | θα ζητιανεύεις | να ζητιανεύεις | ζητιάνευε | |
| γ' ενικ. | ζητιανεύει | ζητιάνευε | θα ζητιανεύει | να ζητιανεύει | ||
| α' πληθ. | ζητιανεύουμε | ζητιανεύαμε | θα ζητιανεύουμε | να ζητιανεύουμε | ||
| β' πληθ. | ζητιανεύετε | ζητιανεύατε | θα ζητιανεύετε | να ζητιανεύετε | ζητιανεύετε | |
| γ' πληθ. | ζητιανεύουν(ε) | ζητιάνευαν ζητιανεύαν(ε) |
θα ζητιανεύουν(ε) | να ζητιανεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζητιάνεψα | θα ζητιανέψω | να ζητιανέψω | ζητιανέψει | ||
| β' ενικ. | ζητιάνεψες | θα ζητιανέψεις | να ζητιανέψεις | ζητιάνεψε | ||
| γ' ενικ. | ζητιάνεψε | θα ζητιανέψει | να ζητιανέψει | |||
| α' πληθ. | ζητιανέψαμε | θα ζητιανέψουμε | να ζητιανέψουμε | |||
| β' πληθ. | ζητιανέψατε | θα ζητιανέψετε | να ζητιανέψετε | ζητιανέψτε | ||
| γ' πληθ. | ζητιάνεψαν ζητιανέψαν(ε) |
θα ζητιανέψουν(ε) | να ζητιανέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζητιανέψει | είχα ζητιανέψει | θα έχω ζητιανέψει | να έχω ζητιανέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζητιανέψει | είχες ζητιανέψει | θα έχεις ζητιανέψει | να έχεις ζητιανέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ζητιανέψει | είχε ζητιανέψει | θα έχει ζητιανέψει | να έχει ζητιανέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζητιανέψει | είχαμε ζητιανέψει | θα έχουμε ζητιανέψει | να έχουμε ζητιανέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζητιανέψει | είχατε ζητιανέψει | θα έχετε ζητιανέψει | να έχετε ζητιανέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζητιανέψει | είχαν ζητιανέψει | θα έχουν ζητιανέψει | να έχουν ζητιανέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.