διακονιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διακονιάρης | οι | διακονιάρηδες & διακονιαραίοι |
| γενική | του | διακονιάρη | των | διακονιάρηδων & διακονιαραίων |
| αιτιατική | τον | διακονιάρη | τους | διακονιάρηδες & διακονιαραίους |
| κλητική | διακονιάρη | διακονιάρηδες & διακονιαραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.koˈɲa.ɾis/
Συγγενικά
- διακονιάρικος
Μεταφράσεις
διακονιάρης
|
→ δείτε τη λέξη ζητιάνος |
Αναφορές
- διακονιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.