mendiant
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mendiant | mendiants |
mendiant (fr)
- αρσενικό ή θηλυκό ζητιάνος, επαίτης
- αρσενικό les quatre mendiants, (ή μόνο) mendiant(s): τέσσερις ξηροί καρποί που παρουσιάζονται σε δίσκο μαζί: αμύγδαλα, σταφίδες, σύκα, φουντούκια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.