ζητιανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζητιανιά | οι | ζητιανιές |
| γενική | της | ζητιανιάς | των | ζητιανιών |
| αιτιατική | τη | ζητιανιά | τις | ζητιανιές |
| κλητική | ζητιανιά | ζητιανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zi.tçaˈɲa/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.