γοτθικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γοτθικά
      γενική των γοτθικών
    αιτιατική τα γοτθικά
     κλητική γοτθικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γοτθικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) εξαφανισμένη ανατολικογερμανική γλώσσα που μιλιόταν από τους Γότθους

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γοτθικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.