τρισευτυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρισευτυχισμένος | η | τρισευτυχισμένη | το | τρισευτυχισμένο |
| γενική | του | τρισευτυχισμένου | της | τρισευτυχισμένης | του | τρισευτυχισμένου |
| αιτιατική | τον | τρισευτυχισμένο | την | τρισευτυχισμένη | το | τρισευτυχισμένο |
| κλητική | τρισευτυχισμένε | τρισευτυχισμένη | τρισευτυχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρισευτυχισμένοι | οι | τρισευτυχισμένες | τα | τρισευτυχισμένα |
| γενική | των | τρισευτυχισμένων | των | τρισευτυχισμένων | των | τρισευτυχισμένων |
| αιτιατική | τους | τρισευτυχισμένους | τις | τρισευτυχισμένες | τα | τρισευτυχισμένα |
| κλητική | τρισευτυχισμένοι | τρισευτυχισμένες | τρισευτυχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρισευτυχισμένος < τρις + ευτυχισμένος
Μεταφράσεις
τρισευτυχισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.