εὐτυχής

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

εὐτυχής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐτυχής > εὐ- + τυχ- + -ής

Επίθετο

εὐτυχής

  1. καλότυχος, που ευνοείται από την τύχη
     συνώνυμα: εὔτυχος
  2. που φέρνει ευτυχία
  3. γουρλίδικος, που φέρνει τύχη
  4. προσφώνηση βασιλέων και ευγενών
  5. ευχάριστος

για τη σημασία «ευτυχισμένος»  δείτε τη λέξη εὔτυχος

Κλιτικοί τύποι

(κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

  • εὐτυχεῖς (πληθυντικός, και ως ουσιαστικό αρσενικό)
  • εὐτυχῆ (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • εὐτυχοῦς (γενική ενικού)

Συγγενικά

  • ἁγνοευτυχισμένος
  • ἐπευτυχῶ
  • εὐτυχαίνω
  • εὐτυχαποστέλλω
  • εὐτύχημαν, εὐτύχημα
  • εὐτυχία, εὐτυχιά
  • εὐτυχιάρης
  • εὐτυχίζω
  • εὐτυχισμός
  • εὐτυχίτης
  • Εὐτυχοευτυχία (προσωποποιημένο)
  • Εὐτυχοκυρά
  • εὔτυχος
  • εὐτυχοτυχία
  • εὐτυχοτυχῶ
  • εὐτυχοχαριτωμένος
  • εὐτυχῶ, φτυχῶ
  • εὐτυχῶς
  • καλοευτύχημα
  • Καλοευτυχία (προσωποποιημένο)
  • πανευτυχής

 και δείτε τις λέξεις εὐ- και τύχη

Ουσιαστικό

εὐτυχής αρσενικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐτυχής τὸ εὐτυχές
      γενική τοῦ/τῆς εὐτυχοῦς τοῦ εὐτυχοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐτυχεῖ τῷ εὐτυχεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐτυχ τὸ εὐτυχές
     κλητική ! εὐτυχές εὐτυχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐτυχεῖς τὰ εὐτυχ
      γενική τῶν εὐτυχῶν τῶν εὐτυχῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐτυχέσ(ν) τοῖς εὐτυχέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐτυχεῖς τὰ εὐτυχ
     κλητική ! εὐτυχεῖς εὐτυχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐτυχεῖ τὼ εὐτυχεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐτυχοῖν τοῖν εὐτυχοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐτυχής < (εὖ) εὐ- + θέμα τυχ- (τυγχάνω, ἔτυχον) + -ής, αντίθετο του ἀτυχής[1]

Επίθετο

εὐτυχής, -ής, -ές, συγκριτικός: εὐτυχέστερος, υπερθετικός:  εὐτυχέστατος

  1. ευτυχισμένος
  2. τυχερός, καλότυχος

Παράγωγα

  • εὐτυχῶς
  • (Χρειάζεται επέκταση)
  •  και δείτε τις λέξεις τύχη και τυγχάνω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.