ευ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὖ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef/

Επίρρημα

ευ

  • (λόγιο) καλά, συνήθως σε παγιωμένες εκφράσεις

Εκφράσεις

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • ευ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ευ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.