πετυχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πετυχημένος | η | πετυχημένη | το | πετυχημένο |
| γενική | του | πετυχημένου | της | πετυχημένης | του | πετυχημένου |
| αιτιατική | τον | πετυχημένο | την | πετυχημένη | το | πετυχημένο |
| κλητική | πετυχημένε | πετυχημένη | πετυχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πετυχημένοι | οι | πετυχημένες | τα | πετυχημένα |
| γενική | των | πετυχημένων | των | πετυχημένων | των | πετυχημένων |
| αιτιατική | τους | πετυχημένους | τις | πετυχημένες | τα | πετυχημένα |
| κλητική | πετυχημένοι | πετυχημένες | πετυχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πετυχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετυχαίνω
Μετοχή
πετυχημένος, -η, -ο
- που πέτυχε στο στόχο του, στο σκοπό του, που απέφερε τα θεμιτά αποτελέσματα
- πετυχημένη επιχείρηση, πετυχημένη πολιτική
- για προσπάθεια που είχε την επιθυμητή έκβαση
- πετυχημένος καφές, πετυχημένη γιορτή, πετυχημένη παράσταση
- για εμπνευσμένη ενέργεια με θετική κατάληξη
- πετυχημένη απάντηση, πετυχημένη μπαλιά, πετυχημένο κόλπο
- για άνθρωπο που τον διακρίνει η επιτυχία, που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο του
- πετυχημένος γιατρός, πετυχημένος επιστήμονας, πετυχημένος πολιτικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.