επώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επώνυμος | η | επώνυμη | το | επώνυμο |
| γενική | του | επώνυμου | της | επώνυμης | του | επώνυμου |
| αιτιατική | τον | επώνυμο | την | επώνυμη | το | επώνυμο |
| κλητική | επώνυμε | επώνυμη | επώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επώνυμοι | οι | επώνυμες | τα | επώνυμα |
| γενική | των | επώνυμων | των | επώνυμων | των | επώνυμων |
| αιτιατική | τους | επώνυμους | τις | επώνυμες | τα | επώνυμα |
| κλητική | επώνυμοι | επώνυμες | επώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπώνυμος (φερώνυμος, ονομασμένος από κάποιον ή κάτι). Συγχρονικά αναλύεται σε (επι-) επ- + -ώνυμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πώ‐νυ‐μος
Επίθετο
επώνυμος, -η, -ο
- που είναι γνωστό τ’ όνομά του, που το γνωρίζουμε
- που όλοι τον γνωρίζουν και τον αναγνωρίζουν
- που γνωρίζουμε το όνομα κάποιου που έκανε μια ενέργεια
- ↪ επώνυμη καταγγελία
- ≠ αντώνυμα: ανώνυμος
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη επώνυμο
Αντώνυμα
- ανεπώνυμος
Πολυλεκτικοί όροι
- επώνυμος άρχων / άρχοντας (στην αρχαία Αθήνα)
Συγγενικά
- ανεπώνυμος
- επώνυμα (επίρρημα)
- επωνυμία
- επωνυμικός
- επώνυμο
- επωνύμως (επίρρημα)
- ονοματεπώνυμο
- παρεπώνυμο
- συνεπώνυμος
- χριστεπώνυμος
- Λέξεις με επωνυμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές
- επώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επώνυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.