επώνυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επώνυμος η επώνυμη το επώνυμο
      γενική του επώνυμου της επώνυμης του επώνυμου
    αιτιατική τον επώνυμο την επώνυμη το επώνυμο
     κλητική επώνυμε επώνυμη επώνυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επώνυμοι οι επώνυμες τα επώνυμα
      γενική των επώνυμων των επώνυμων των επώνυμων
    αιτιατική τους επώνυμους τις επώνυμες τα επώνυμα
     κλητική επώνυμοι επώνυμες επώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπώνυμος (φερώνυμος, ονομασμένος από κάποιον ή κάτι). Συγχρονικά αναλύεται σε (επι-) επ- + -ώνυμος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpo.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επώνυμος

Επίθετο

επώνυμος, -η, -ο

  1. που είναι γνωστό τ’ όνομά του, που το γνωρίζουμε
  2. που όλοι τον γνωρίζουν και τον αναγνωρίζουν
  3. που γνωρίζουμε το όνομα κάποιου που έκανε μια ενέργεια
    επώνυμη καταγγελία
     αντώνυμα: ανώνυμος
  4. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη επώνυμο

Αντώνυμα

  • ανεπώνυμος

Πολυλεκτικοί όροι

  • επώνυμος άρχων / άρχοντας (στην αρχαία Αθήνα)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και όνομα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.