ἐπώνυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπώνυμος | τὸ | ἐπώνυμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπωνύμου | τοῦ | ἐπωνύμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπωνύμῳ | τῷ | ἐπωνύμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπώνυμον | τὸ | ἐπώνυμον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπώνυμε | ἐπώνυμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπώνυμοι | τὰ | ἐπώνυμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπωνύμων | τῶν | ἐπωνύμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπωνύμοις | τοῖς | ἐπωνύμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπωνύμους | τὰ | ἐπώνυμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπώνυμοι | ἐπώνυμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπωνύμω | τὼ | ἐπωνύμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπωνύμοιν | τοῖν | ἐπωνύμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐπώνυμος, -ος, -ον
- ονομασμένος από κάποιον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 409
- τῷ δʼ Ὀδυσεὺς ὄνομʼ ἔστω ἐπώνυμον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 409
- που ονομάστηκε έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είχε κάποιος άλλος
- που ενεργεί σύμφωνα μ’ αυτό που λέει τ’ όνομά του
- που ονοματίζει, που ονομάζει
- περίφημος, φημισμένος
Πολυλεκτικοί όροι
- νέα ελληνικά: επώνυμος
- μεσαιωνικά ελληνικά: ἐπώνυμον
Πηγές
- ἐπώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.