καταγγελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταγγελία οι καταγγελίες
      γενική της καταγγελίας των καταγγελιών
    αιτιατική την καταγγελία τις καταγγελίες
     κλητική καταγγελία καταγγελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγγελία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταγγελία < αρχαία ελληνική καταγγέλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taŋ.ɟeˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταγγελία

Ουσιαστικό

καταγγελία θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταγγέλλω
  2. (νομικός όρος) η ειδοποίηση σε συμβαλλόμενο ότι ακυρώνεται μια συμφωνία

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταγγελί αἱ καταγγελίαι
      γενική τῆς καταγγελίᾱς τῶν καταγγελιῶν
      δοτική τῇ καταγγελί ταῖς καταγγελίαις
    αιτιατική τὴν καταγγελίᾱν τὰς καταγγελίᾱς
     κλητική ! καταγγελί καταγγελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγγελί
γεν-δοτ τοῖν  καταγγελίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.