ανώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανώνυμος | η | ανώνυμη | το | ανώνυμο |
| γενική | του | ανώνυμου | της | ανώνυμης | του | ανώνυμου |
| αιτιατική | τον | ανώνυμο | την | ανώνυμη | το | ανώνυμο |
| κλητική | ανώνυμε | ανώνυμη | ανώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανώνυμοι | οι | ανώνυμες | τα | ανώνυμα |
| γενική | των | ανώνυμων | των | ανώνυμων | των | ανώνυμων |
| αιτιατική | τους | ανώνυμους | τις | ανώνυμες | τα | ανώνυμα |
| κλητική | ανώνυμοι | ανώνυμες | ανώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + -ώνυμος
- για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anonyme ή από την αγγλική anonuymous < λατινική anonymus < αρχαία ελληνική ἀνώνυμος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈno.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νώ‐νυ‐μος
Επίθετο
ανώνυμος, -η, -ο
- που δεν έχει όνομα
- που δεν είναι διάσημος
- (οικονομία) που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο
- ↪ ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμοι τίτλοι
- (πληροφορική) χρησιμοποιείται από κάποια προγράμματα για νέα αρχεία που δεν έχουν αποθηκευτεί ακόμα, και άρα είναι ανώνυμα
- (πολεοδομία) για τον προσδιορισμό οδών που δεν έχουν ονοματιστεί ακόμα στο σχέδιο πόλεως
- οδός ανώνυμος 4
Συγγενικά
- ανώνυμη εταιρεία
-
Anonymous (hacker group) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ανώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.