χριστεπώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χριστεπώνυμος | η | χριστεπώνυμη | το | χριστεπώνυμο |
| γενική | του | χριστεπώνυμου | της | χριστεπώνυμης | του | χριστεπώνυμου |
| αιτιατική | τον | χριστεπώνυμο | τη | χριστεπώνυμη | το | χριστεπώνυμο |
| κλητική | χριστεπώνυμε | χριστεπώνυμη | χριστεπώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χριστεπώνυμοι | οι | χριστεπώνυμες | τα | χριστεπώνυμα |
| γενική | των | χριστεπώνυμων | των | χριστεπώνυμων | των | χριστεπώνυμων |
| αιτιατική | τους | χριστεπώνυμους | τις | χριστεπώνυμες | τα | χριστεπώνυμα |
| κλητική | χριστεπώνυμοι | χριστεπώνυμες | χριστεπώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χριστεπώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χριστεπώνυμος < (ελληνιστική κοινή) Χριστός (< αρχαία ελληνική χριστός < χρίω) + αρχαία ελληνική ἐπώνυμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.steˈpo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρι‐στε‐πώ‐νυ‐μος
Επίθετο
χριστεπώνυμος, -η, -ο
- (εκκλησιαστικός όρος) που έχει βαφτιστεί στο όνομα του Χριστού[1] χριστιανικός, χριστιανός [2]
Εκφράσεις
- χριστεπώνυμο πλήρωμα (της εκκλησίας)
Μεταφράσεις
χριστεπώνυμος
|
Αναφορές
- χριστεπώνυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χριστεπώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χριστεπώνυμος / Χριστεπώνυμος < (ελληνιστική κοινή) Χριστός (< αρχαία ελληνική χριστός < χρίω) + αρχαία ελληνική ἐπώνυμος
Παράγωγα
- χριστεπωνύμως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἐπώνυμον
Πηγές
- χριστεπώνυμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.