-ώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ώνυμος | η | -ώνυμη | το | -ώνυμο |
| γενική | του | -ώνυμου | της | -ώνυμης | του | -ώνυμου |
| αιτιατική | τον | -ώνυμο | τη(ν) | -ώνυμη | το | -ώνυμο |
| κλητική | -ώνυμε | -ώνυμη | -ώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ώνυμοι | οι | -ώνυμες | τα | -ώνυμα |
| γενική | των | -ώνυμων | των | -ώνυμων | των | -ώνυμων |
| αιτιατική | τους | -ώνυμους | τις | -ώνυμες | τα | -ώνυμα |
| κλητική | -ώνυμοι | -ώνυμες | -ώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώνυμος < ὄνυμ(α) / ὄνoμα + -ος[1] Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ώ‐νυ‐μος
Επίθημα
-ώνυμος αρσενικό, -ώνυμη θηλυκό, -ώνυμο ουδέτερο
Αναφορές
- -ώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- -ώνυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | -ώνυμος | τὸ | -ώνυμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | -ωνύμου | τοῦ | -ωνύμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | -ωνύμῳ | τῷ | -ωνύμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | -ώνυμον | τὸ | -ώνυμον | ||
| κλητική ὦ! | -ώνυμε | -ώνυμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | -ώνυμοι | τὰ | -ώνυμᾰ | ||
| γενική | τῶν | -ωνύμων | τῶν | -ωνύμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | -ωνύμοις | τοῖς | -ωνύμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | -ωνύμους | τὰ | -ώνυμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | -ώνυμοι | -ώνυμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ωνύμω | τὼ | -ωνύμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ωνύμοιν | τοῖν | -ωνύμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ώνυμος < ὄνυμα αιολικός και δωρικός τύπος του ὄνoμα με συνθετική έκταση του αρκτικού φωνήεντος + -ος.[1]
Επίθημα
-ώνυμος, -ος, -ον
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ώνυμος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
- -ωνυμία
Σπανιότερα:
- -ωνύμιον: ἀνδρωνύμιον, ἐπωνύμιον, προωνύμιον
- -ωνυμικός: ἀντωνυμικός, μετωνυμικός, μητρωνυμικός, πατρωνυμικός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ώνυμος < ὄνυμ(α) / ὄνoμα + -ος Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης στο όμικρον.
→ ζητούμενο λήμμα
Σύνθετα
- Λέξεις -ώνυμος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.