επιστολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστολή οι επιστολές
      γενική της επιστολής των επιστολών
    αιτιατική την επιστολή τις επιστολές
     κλητική επιστολή επιστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστολή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.stoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιστολή

Ουσιαστικό

επιστολή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.