επιστολογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επιστολογράφος | οι | επιστολογράφοι |
| γενική | του/της | επιστολογράφου | των | επιστολογράφων |
| αιτιατική | τον/την | επιστολογράφο | τους/τις | επιστολογράφους |
| κλητική | επιστολογράφε | επιστολογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστολογράφος < ελληνιστική κοινή ἐπιστολογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε επιστολ(ή) + -ο- + -γράφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.sto.loˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στο‐λο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επιστολογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει γράψει μια επιστολή
- (επάγγελμα) ασχολείται με τη σύνταξη επιστολών σε επαγγελματικό επίπεδο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.