επιστολιμαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιστολιμαίος η επιστολιμαίη το επιστολιμαίο
      γενική του επιστολιμαίου της επιστολιμαίης του επιστολιμαίου
    αιτιατική τον επιστολιμαίο την επιστολιμαίη το επιστολιμαίο
     κλητική επιστολιμαίε επιστολιμαίη επιστολιμαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιστολιμαίοι οι επιστολιμαίες τα επιστολιμαία
      γενική των επιστολιμαίων των επιστολιμαίων των επιστολιμαίων
    αιτιατική τους επιστολιμαίους τις επιστολιμαίες τα επιστολιμαία
     κλητική επιστολιμαίοι επιστολιμαίες επιστολιμαία
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιστολιμαίος < ελληνιστική κοινή ἐπιστολιμαῖος

Επίθετο

επιστολιμαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.