επιστολόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιστολόχαρτο | τα | επιστολόχαρτα |
| γενική | του | επιστολόχαρτου | των | επιστολόχαρτων |
| αιτιατική | το | επιστολόχαρτο | τα | επιστολόχαρτα |
| κλητική | επιστολόχαρτο | επιστολόχαρτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστολόχαρτο < επιστολ(ή) + -ό- + χάρτ(ης) + -ο[1]
Μεταφράσεις
επιστολόχαρτο
|
|
Αναφορές
- επιστολόχαρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.