ταχυδρομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχυδρομείο τα ταχυδρομεία
      γενική του ταχυδρομείου των ταχυδρομείων
    αιτιατική το ταχυδρομείο τα ταχυδρομεία
     κλητική ταχυδρομείο ταχυδρομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κατάστημα ταχυδρομείου στην Ελλάδα.

Ετυμολογία

ταχυδρομείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ταχυδρομ(εῖον) (< ταχυδρόμ(ος)) + -είο.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾoˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχυδρομείο

Ουσιαστικό

ταχυδρομείο ουδέτερο

  1. η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
    Έστειλα το πακέτο με το ταχυδρομείο.
    και στον πληθυντικό: ελληνικά Ταχυδρομεία
  2. το κτίριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
  3. η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • ταχυδρομείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.