επιστολογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστολογραφία οι επιστολογραφίες
      γενική της επιστολογραφίας των επιστολογραφιών
    αιτιατική την επιστολογραφία τις επιστολογραφίες
     κλητική επιστολογραφία επιστολογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστολογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épistolographie < αρχαία ελληνική ἐπιστολή + γράφω

Ουσιαστικό

επιστολογραφία θηλυκό

  1. η σύνταξη επιστολών και η επικοινωνία μέσω αυτών
  2. η σχετική ικανότητα ή τέχνη
  3. το σύνολο των επιστολών που έχει γράψει ή ανταλλάξει κάποιος (αξιόλογος: λογοτέχνης, επιστήμονας κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.