φάκελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φάκελος | οι | φάκελοι |
| γενική | του | φακέλου & φάκελου |
των | φακέλων |
| αιτιατική | τον | φάκελο | τους | φακέλους & φάκελους |
| κλητική | φάκελε | φάκελοι | ||
| Η γενική του φάκελου, για επιστολές. Και προφορικός πληθυντικός, τα φάκελα | ||||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ένας φάκελος επιστολών

ένας φάκελος για έγγραφα

λίστα φακέλων (αριστερά) σε οθόνη υπολογιστή

γυναίκα που φοράει φούστα φάκελο
Ετυμολογία
- φάκελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάκελος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enveloppe[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfa.ce.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐κε‐λος
Ουσιαστικό
φάκελος αρσενικό
- θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
- διπλωμένο χοντρό χαρτί για το φύλαγμα χαρτιών, επιστολών, αποδείξεων, κ.λπ.
- → και δείτε τη λέξη ντοσιέ
- πληροφορίες που κρατιούνται για ένα άτομο από την αστυνομία ή άλλες αρχές
- (πληροφορική) λογικός ονοματισμένος χώρος σε δίσκο ή άλλο μέσο, συνήθως με ιεραρχική δομή δένδρου (tree), για την αποθήκευση αρχείων ή άλλων φακέλων (υποφακέλων). [2]
- (ενδυμασία, συνήθως για φούστα) που διπλώνει σαν φάκελος
Μεταφράσεις
για επιστολές
για το φύλαγμα εγγράφων
πληροφορική
Αναφορές
- φάκελος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Απόστολος Παπαποστόλου, Αποθήκευση Δεδομένων - Φάκελοι, σελ. 25, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.