εσοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εσοχή | οι | εσοχές |
| γενική | της | εσοχής | των | εσοχών |
| αιτιατική | την | εσοχή | τις | εσοχές |
| κλητική | εσοχή | εσοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσοχή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εσοχή θηλυκό
- τμήμα επιφάνειας που βρίσκεται πιο μέσα σε σχέση με αυτήν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.