επιπεδομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπεδομετρία οι επιπεδομετρίες
      γενική της επιπεδομετρίας των επιπεδομετριών
    αιτιατική την επιπεδομετρία τις επιπεδομετρίες
     κλητική επιπεδομετρία επιπεδομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπεδομετρία < επίπεδος + -ο- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική planimétrie)

Ουσιαστικό

επιπεδομετρία θηλυκό

  1. (γεωμετρία) γεωμετρικός κλάδος που αφορά τα επίπεδα σχήματα
  2. τοπογραφικός κλάδος που αφορά τις επίπεδες αναπαραστάσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.