προεξέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προεξέχω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προεξέχoν (ουδέτερο μετοχής ρήματος προεξέχω) < προ- + αρχαία ελληνική ἐξέχω [1] < ἐξ + ἔχω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.eˈkse.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προεξέχω
παλιότερος συλλαβισμός: προεξέχω

Ρήμα

προεξέχω, πρτ.: προεξείχα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή) [2]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προ, εξέχω, εξ και έχω

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. προεξέχω προεξείχα θα προεξέχω να προεξέχω προεξέχοντας
β' ενικ. προεξέχεις προεξείχες θα προεξέχεις να προεξέχεις
γ' ενικ. προεξέχει προεξείχε θα προεξέχει να προεξέχει
α' πληθ. προεξέχουμε προεξείχαμε θα προεξέχουμε να προεξέχουμε
β' πληθ. προεξέχετε προεξείχατε θα προεξέχετε να προεξέχετε προεξέχετε
γ' πληθ. προεξέχουν(ε) προεξείχαν
προεξείχαν(ε)
θα προεξέχουν(ε) να προεξέχουν(ε)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προεξέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

προεξέχω, τύπος μετοχής προεξέχον σε κείμενο του Αγαθία (6ος αιώνας) < προ- + αρχαία ελληνική ἐξέχω < ἐξ- + ἔχω

Ρήμα

προεξέχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.