ἐπίπεδος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπίπεδος τὸ ἐπίπεδον οἱ, αἱ ἐπίπεδοι τὰ ἐπίπεδα
Γενική τοῦ, τῆς ἐπιπέδου τοῦ ἐπιπέδου τῶν ἐπιπέδων τῶν ἐπιπέδων
Δοτική τῷ, τῇ ἐπιπέδῳ τῷ ἐπιπέδῳ τοῖς, ταῖς ἐπιπέδοις τοῖς ἐπιπέδοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπίπεδον τὸ ἐπίπεδον τοὺς, τὰς ἐπιπέδους τὰ ἐπίπεδα
Κλητική ἐπίπεδε ἐπίπεδον ἐπίπεδοι ἐπίπεδα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπιπέδω
Γενική-Δοτική ἐπιπέδοιν

Ετυμολογία

ἐπίπεδος < ἐπί + πέδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pedóm < *pṓds (πόδι, πούς) < *ped-

Επίθετο

ἐπίπεδος, -ος, -ον

  1. που βρίσκεται πάνω στο έδαφος
  2. ισόπεδος
  3. ομαλός
  4. επίπεδος

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.