επιπεδότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιπεδότητα | οι | επιπεδότητες |
| γενική | της | επιπεδότητας | των | επιπεδοτήτων |
| αιτιατική | την | επιπεδότητα | τις | επιπεδότητες |
| κλητική | επιπεδότητα | επιπεδότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.