επιπεδογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επιπεδογράφος οι επιπεδογράφοι
      γενική του/της επιπεδογράφου των επιπεδογράφων
    αιτιατική τον/την επιπεδογράφο τους/τις επιπεδογράφους
     κλητική επιπεδογράφε επιπεδογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπεδογράφος < επίπεδ(ο) + -ο- + -γράφος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική planigraphe

Ουσιαστικό

επιπεδογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.