ποικιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποικιλία | οι | ποικιλίες |
| γενική | της | ποικιλίας | των | ποικιλιών |
| αιτιατική | την | ποικιλία | τις | ποικιλίες |
| κλητική | ποικιλία | ποικιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποικιλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποικιλία
- για τη ζωολογία και τη βοτανική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική variété [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ciˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐κι‐λί‐α
Ουσιαστικό
ποικιλία θηλυκό
- πολλά και, κυρίως, διαφορετικά πράγματα ή είδη ή μορφές
- ↪ Στο κατάστημά μας θα βρείτε τη μεγαλύτερη ποικιλία από έπιπλα.
- ↪ Το καλοκαίρι βλέπεις στις παραλίες μια ποικιλία ανθρώπων.
- (γαστρονομία) γενική ονομασία για πιάτο που σερβίρεται με διάφορους μεζέδες, συνήθως σαν συνοδευτικό ποτού
- ↪ παραγγείλαμε μια ποικιλία για τρία άτομα
- (ζωολογία, βοτανική) υποδιαίρεση είδους
- ↪ φέτος φυτέψαμε μια ιταλική ποικιλία ντομάτας
Εκφράσεις
- χάριν ποικιλίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Μεταφράσεις
διαφορετικά πράγματα
|
Αναφορές
- ποικιλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ποικιλίᾱ | αἱ | ποικιλίαι |
| γενική | τῆς | ποικιλίᾱς | τῶν | ποικιλιῶν |
| δοτική | τῇ | ποικιλίᾳ | ταῖς | ποικιλίαις |
| αιτιατική | τὴν | ποικιλίᾱν | τὰς | ποικιλίᾱς |
| κλητική ὦ! | ποικιλίᾱ | ποικιλίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικιλίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ποικιλία < ποικίλ(ος) + -ία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Πηγές
- ποικιλία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποικιλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.