αυτοτέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοτέλεια οι αυτοτέλειες
      γενική της αυτοτέλειας των αυτοτελειών
    αιτιατική την αυτοτέλεια τις αυτοτέλειες
     κλητική αυτοτέλεια αυτοτέλειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοτέλεια < αρχαία ελληνική αὐτοτέλεια

Ουσιαστικό

αυτοτέλεια θηλυκό

  • η μη ύπαρξη εξάρτησης από οτιδήποτε και οποιονδήποτε, η ανεξαρτησία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.