εἷς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| το αριθμητικό «εἷς» | ||||
|---|---|---|---|---|
| πτώσεις | ενικός | |||
| ↓ | αρσενικό | θηλυκό | θηλυκό (επικός, ιωνικός, αιολικός) | ουδέτερο |
| ονομαστική | εἷς επικός: ἕεις & επίθετο ἰός |
μίᾰ | ἴᾰ όψιμος ιωνικός: μίη |
ἕν |
| γενική | ἑνός | μιᾶς | ἰῆς | ἑνός |
| δοτική | ἑνί | μιᾷ | ἰῇ | ἑνί |
| αιτιατική | ἕνᾰ | μίᾰν | ἴᾰν | ἕν |
| κλητική | — | — | — | — |
| Παράρτημα:Γραμματική: Αριθμητικά | ||||
Ετυμολογία
εἷς < ἕνς < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *hens, *hmia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm, *smih₂. Συγγενή: σανσκριτική सकृत् (sa-kṛ́t), λατινική semper & semel, αρμενική մի
Εκφράσεις
- εἷς ὗς καὶ μία μυῖα συνέπινον ὕδωρ
- εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης
- οἶος
Πηγές
- εἷς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἷς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- §349 - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.