εἷς

Αρχαία ελληνικά (grc)

το αριθμητικό «εἷς»
πτώσεις ενικός
αρσενικόθηλυκόθηλυκό
(επικός, ιωνικός, αιολικός)
ουδέτερο
ονομαστική εἷς
επικός: ἕεις & επίθετο ἰός
μί
όψιμος ιωνικός: μίη
ἕν
γενική ἑνός μιᾶς ῆς ἑνός
δοτική ἑνί μι ἑνί
αιτιατική ἕν μίᾰν ᾰν ἕν
κλητική
Παράρτημα:Γραμματική: Αριθμητικά

Ετυμολογία

εἷς < ἕνς < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *hens, *hmia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm, *smih₂. Συγγενή: σανσκριτική सकृत् (sa-kṛ́t), λατινική semper & semel, αρμενική մի

Αριθμητικό

εἷς, μίᾰ, ἕν

  • δωρικός τύπος: ᾖς
  • επικός τύπος: ἕεις

Εκφράσεις

  • οἶος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.