διαιρετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαιρετικός η διαιρετική το διαιρετικό
      γενική του διαιρετικού της διαιρετικής του διαιρετικού
    αιτιατική τον διαιρετικό τη διαιρετική το διαιρετικό
     κλητική διαιρετικέ διαιρετική διαιρετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαιρετικοί οι διαιρετικές τα διαιρετικά
      γενική των διαιρετικών των διαιρετικών των διαιρετικών
    αιτιατική τους διαιρετικούς τις διαιρετικές τα διαιρετικά
     κλητική διαιρετικοί διαιρετικές διαιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαιρετικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

διαιρετικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.