block

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

block < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /blɒk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /blɑk/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
block blocks

block (en)

  1. ογκόλιθος
  2. αποκλεισμός
  3. (μετρήσιμο) το τετράγωνο
    The store is just two blocks from our house.
    Το μαγαζί είναι μόλις δύο τετράγωνα απ' το σπίτι μας.
  4. φραγή
  5. (προγραμματισμός) ενότητα, που αναφέρεται τόσο σε τμήματα δεδομένων όσο και σε αυτοτελή κομμάτια κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
      JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}. [1]
    Οι εντολές της JavaScript μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ενότητα κώδικα, μέσα σε αγκύλες {...}.
    Για ομάδα εντολών σε μία ενότητα δείτε: σύνθετη εντολή [2]
     συνώνυμα: compound-statement

Ρήμα

ενεστώτας block
γ΄ ενικό ενεστώτα blocks
αόριστος blocked
παθητική μετοχή blocked
ενεργητική μετοχή blocking

block (en) (μεταβατικό)

  1. μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, σταματώ κάτι από το να κινηθεί ή να ρέει μέσα από έναν σωλήνα, έναν διάδρομο, έναν δρόμο κτλ. βάζοντας κάτι μέσα
    A landslide blocked the road to Corinth.
    Μια κατολίσθηση μπλοκάρισε το δρόμο της Κορίνθου.
    The drains are blocked.
    Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
    The police blocked the road to check all the cars entering the city.
    Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
    The road was blocked by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
     συνώνυμα:  block off, blockade, clog, close off, cut off και plug
  2. μπλοκάρω, σταματώ κάποιον από το να πάει κάπου ή να δει κάτι στέκοντας μπροστά του ή στο δρόμο του
    The children had been blocking the way.
    Τα παιδιά είχαν μπλοκάρει το δρόμο.

Παράγωγα

  • blocky

Πολυλεκτικοί όροι

  • Server Message Block (SMB)

Αναφορές

  1. (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.
  2. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 54, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

block < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

block (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.