αυτοτελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοτελής η αυτοτελής το αυτοτελές
      γενική του αυτοτελούς* της αυτοτελούς του αυτοτελούς
    αιτιατική τον αυτοτελή την αυτοτελή το αυτοτελές
     κλητική αυτοτελή(ς) αυτοτελής αυτοτελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοτελείς οι αυτοτελείς τα αυτοτελή
      γενική των αυτοτελών των αυτοτελών των αυτοτελών
    αιτιατική τους αυτοτελείς τις αυτοτελείς τα αυτοτελή
     κλητική αυτοτελείς αυτοτελείς αυτοτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοτελής < αρχαία ελληνική αὐτοτελής < αὐτός + τέλος (πλήρης, ολοκληρωμένος)

Επίθετο

αυτοτελής, -ής, -ές

  1. ανεξάρτητος, που έχει ανεξάρτητη ύπαρξη
  2. (στην τηλεόραση) που δεν αποτελεί συνέχεια / μέρος μιας ενιαίας πλοκής, αλλά έχει δική του υπόθεση διατηρώντας παράλληλα κάποια κοινά στοιχεία (όπως τους κεντρικούς χαρακτήρες) με άλλες εκπομπές της ίδιας σειράς
    η νέα δραματική σειρά θα περιλαμβάνει δώδεκα αυτοτελή επεισόδια με κεντρικό ήρωα τον Χ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.