παρουσίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρουσίαση οι παρουσιάσεις
      γενική της παρουσίασης* των παρουσιάσεων
    αιτιατική την παρουσίαση τις παρουσιάσεις
     κλητική παρουσίαση παρουσιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρουσιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρουσίαση < παρουσιάζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική présentation)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾuˈsi.a.si/

Ουσιαστικό

παρουσίαση θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.