αρνητικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρνητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αρνητικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική negative < όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Τζον Χέρσελ (John Herschel)

Ουσιαστικό

αρνητικό ουδέτερο

  1. (φωτογραφία) εμφανισμένο φιλμ που περιέχει τη φωτογράφιση με χρώματα αντίθετα από τα φυσικά και χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή φωτογραφιών
    παρέδωσε όλες τις φωτογραφίες και τα αρνητικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρνητικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.