aspect

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
aspect aspects

Ουσιαστικό

aspect (en)

  1. η άποψη, η πλευρά, η όψη, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι από μια ορισμένη θέση παρατήρησης
    We are examining the various aspects of a question.
    Εξετάζουμε τις διαφορές απόψεις/πλευρές ενός θέματος.
    The problem has many aspects.
    Το πρόβλημα έχουν πολλές όψεις.
     συνώνυμα: facet
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός, επίσημο) η εμφάνιση, η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου ή η όψη, το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του
    a man with an unhealthy aspect - άνθρωπος με αρρωστιάρικη εμφάνιση
    a man with a fierce aspect - άνθρωπος με άγρια όψη
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη appearance
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) το ποιόν ενέργειας

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
aspect aspects

Προφορά

 

Ουσιαστικό

aspect (fr) αρσενικό

  1. η εμφάνιση
  2. η άποψη
  3. η θωριά
  4. η όψη
  5. η πτυχή

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

aspect (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.