άμα τη εμφανίσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άμα τη εμφανίσει < λείπει η ετυμολογία ἅμα τῇ ἐμφανίσει <  δείτε ἅμα (συγχρόνως) και στη δοτική τῇ ἐμφανίσει (του ἐμφάνισις)

Έκφραση

άμα τη εμφανίσει

  • (παρωχημένο) μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε.
    χρειάζεται παράθεμα όχι της καθαρεύουσας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.