ἐμφάνισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐμφάνισις < ἐμφανίζω

Ουσιαστικό

ἐμφάνισις θηλυκό

  1. ένδειξη,
  2. δήλωση
  3. έκθεση, το να εκθέτει κάποιος έναν ισχυρισμό π.χ. ως αβάσιμο, αλλά και το αντίθετο
  4. έκθεση αποδεικτικών στοιχείων, που αποδεικνύουν το αληθές ενός ισχυρισμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.