φωτογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτογραφικός η φωτογραφική το φωτογραφικό
      γενική του φωτογραφικού της φωτογραφικής του φωτογραφικού
    αιτιατική τον φωτογραφικό τη φωτογραφική το φωτογραφικό
     κλητική φωτογραφικέ φωτογραφική φωτογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτογραφικοί οι φωτογραφικές τα φωτογραφικά
      γενική των φωτογραφικών των φωτογραφικών των φωτογραφικών
    αιτιατική τους φωτογραφικούς τις φωτογραφικές τα φωτογραφικά
     κλητική φωτογραφικοί φωτογραφικές φωτογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
φωτογραφική μηχανή

Ετυμολογία

φωτογραφικός < φωτογραφία

Επίθετο

φωτογραφικός

  1. σχετικός με τη φωτογραφία
    ο φωτογραφικός φακός, η φωτογραφική μηχανή/ τεχνική/ τέχνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.