λιγουριανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λιγουριανά
      γενική των λιγουριανών
    αιτιατική τα λιγουριανά
     κλητική λιγουριανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό 1

λιγουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) που μιλιέται στη Λιγουρία της βόρειας Ιταλίας και στα γειτονικά παράλια της Γαλλίας

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: lij

Μεταφράσεις


Ουσιαστικό 2

λιγουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) που μιλούσαν οι αρχαίοι Ligures (Λίγυες) πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: xlg

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.